Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

Εωθινόν



Εωθινόν
(ποιήματα)




Μητέρα
δεν μπορώ να τραγουδήσω.
Στα ξωκλήσια της καρδιάς μου
τα ψαλτήρια καίγονται
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
"Σύννεφο με παντελόνια"
 



γέννα

α΄
Εν αρχή ην ο έρωτας της μητρός μου και το σπέρμα του πατρός μου.
Γεννήθηκα κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσή τους.
Τους δέχτηκα και τους φύλαξα με την γροθιά μου στο αίμα μου.
Μου δίδαξαν τα γράμματα του κόσμου
και στην ανατολή τοποθέτησαν τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα.
"Στη δύση", μου είπαν, "θα βρεις τα κυπαρίσσια·
βαθύ πράσινο το χρώμα τους.
Εδώ θα θάβεις τους νεκρούς σου", μου δίδαξαν.
"Κι εκεί ψηλά οι ουρανοί σου·
το απέραντο γαλάζιο με τον ήλιο τον λαμπερό,
τους πλανήτες και τ' αστέρια τ' ανεξερεύνητα.
Και χαμηλώνοντας το κεφάλι,
ιδού ο νότος με τις ζεστές θάλασσες και τα μπλάβα νερά".
Κι εγώ κοίταγα και θαύμαζα.
Μετά, μου δίδαξαν το λόγο, τις νότες και τον έρωτα.
"Κάθε νότα κι ένα χρώμα·
δυο χρώματα κι ένας ήχος, τρία μαζί κι ένα τραγούδι·
τέσσερα τα χρώματα κι ένας ψαλμός βυζαντινός,
πέντε μαζί κι ένα βαρύ ζεϊμπέκικο.
Έξι χρώματα και μια γυναίκα, εφτά κι ο έρωτας.
Όλα μαζί μας κάνουν το λευκό και τη ζωή σου ολάκερη.
Εσύ είσαι αυτός που θα μιλήσει και θα γράψει για τούτα.
Εσύ είσαι αυτός που θα καταλάβει την αναγκαιότητα της ύπαρξής του".

β΄
Εν αρχή ην ο έρωτας της μητρός μου και το σπέρμα του πατρός μου.
Ετούτοι μου καθόρισαν την αλήθεια και τον χώρο μου.
Ετούτοι μου δίδαξαν τα γράμματα τα πρώτα, τα γράμματα της καρδιάς μου.
Ετούτοι μου έδειξαν την επιφάνεια που μου ανήκει και την οριοθέτησαν.
"Ο,τι κι αν κάνεις, ένα κομμάτι γης σου ανήκει·
κανείς δεν μπορεί να σου το πάρει εκ των πραγμάτων", είπαν.
Οριοθέτησαν μέσα μου το Α και το Ω.
Το λόγο, τη σοφία και τον έρωτα.
Με τη σειρά τις ηδονές μου δίδαξαν.

γ΄
Εν αρχή ην ο έρωτας της μητρός μου και το σπέρμα του πατρός μου.
Και μου 'δωσαν άβακα φτιαγμένο από σάρκα ανθρώπινη.
Και μου 'δωσαν σφραγίδα από οστά ανθρώπου,
με σκαλισμένα πάνω της τα γράμματα του κόσμου.
Και μου 'δειξαν τη μελάνη την κόκκινη από το αίμα μου.
"Εδώ θα βουτάς την γραφίδα σου και μ' αυτήν θα γράφεις πάνω στο δέρμα σου.
Γιατί αυτό είναι το αβάκιό σου και τούτη η μελάνη σου.
Και απ' αυτήν θα τρέφεσαι γιατί αυτή είναι η τροφή σου".
Εν αρχή η ο έρωτας της μητρός μου και το σπέρμα του πατρός μου.
Κι όταν ετούτοι έφυγαν παντοτινά, μια φράσου μου 'παν τελευταία.
"Προσπάθησε να κρατήσει μέσα σου, ζωντανά,
τα εωθινά σου χρώματα και την εωσφορική σου υπόσταση".
Κι έπειτα χάθηκαν.
Κι είναι φορές, που στον παροξυσμό των ονείρων μου τραυλίζω
τις λέξεις και τα γράμματα του κόσμου.
Τραυλίζω, γιατί η ζωή μου παίζει πάνω σε μια κινούμενη πέτρα,
καθώς τα χρώματα και οι νότες πάλλονται με τους σπασμούς του κορμιού μου.
Κάποτε χρωμάτιζα τις λέξεις μου και τις κάρφωνα στον τοίχο
σ' ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί και τις διάβαζα δυνατά για να τις κατανοήσω.
Εν αρχή ην ο έρωτας της μητρός μου και το σπέρμα του πατρός μου.
Και καρπός του έρωτά τους, ένα κορμί παλλόμενο
και συστρεφόμενο σε μιαν απερινόητη καταιγίδα·
το κορμί μου.
Εν αρχή·



ασκήσεις ρημάτων

Χαμογελώ απροσποίητα
και δεν ντρέπομαι για τα κίτρινα χαλασμένα δόντια μου.
Να φοβάσαι εκείνους που προσποιητά χαμογελούν
για να δείξουν τη λευκή τους οδοντοστοιχία,
εκείνους που προσποιητά χαίρονται για σένα και προσποιητά σε θαυμάζουν·
σου λένε ψέματα.
Το μόνο που μου 'μεινε για να φοβάμαι,
είναι μη χάσω το δικό μου απροσποίητο χαμόγελο
και τη βρόμικη απροσποίητη γλώσσα μου.
Τι άλλο να πω ακόμα;
Ότι φοβάμαι τους ανθρώπους που δεν βρίζουν;
Ότι φοβάμαι τα δέντρα που ρίχουν τα φύλλα τους;
Ότι φοβάμαι το πράσινο πυκνό χορτάρι στα λιβάδια;
Ότι φοβάμαι τα μικρά παιδιά που ρωτάνε;
Ότι φοβάμαι να μ' αγαπούν οι γυναίκες;
Ότι φοβάμαι τα τρένα στο σταθμό;
Ότι φοβάμαι τον πρωινό καλοκαιριάτικό ήλιο
Ότι φοβάμαι τους μεγάλους έρωτες;
Ότι φοβάμαι όταν τα μάτια σου δεν με κοιτούν;
Όχι.
Δεν θα πω τίποτ' άλλο.
Δεν θα γυμνωθώ περισσότερο,
αγαπημένη.


Ξετυλίγομαι.
Όπως τα χρώματα κατά τη διαδικασία εκτύπωσης μιας φωτογραφίας.
Ανοίγω το παλιό μου μπαούλο και ξεσκονίζω τίτλους από τη ζωη μου.
Χρόνια τώρα, ξεπέρασα τη γλώσσα μου.
Χρόνια τώρα, ξεπέρασα τις εικόνες μου.
Οι λέξεις δεν μου αρκούν για να εκφραστώ.
Στις σημειώσεις μου γράφω με χρώματα και σχήματα.
Μέσα από μια σειρά συνειρμικών ασκήσεων,
δρομολογώ μιαν απεριόριστη διαδρομή ατελεύτητων μικροκειμένων.
Τι άλλο από μια βιογραφία χωρίς γεγονότα θα μπορούσε να είναι;
Τι βιώματα μπορεί να έχει ένα δέντρο
αν δεν σκαλίσουν πάνω του τα αρχικά ενός έρωτα;
Τι αξία μπορεί να έχει μια πέτρα,
αν δεν έχει πάνω της αποτυπωμένη τη ζωή;
Μια βιογραφία χωρίς γεγονότα, είναι μια ανεμφάνιστη φωτογραφία.
Πού είναι τα γεγονότα;
Πού είναι τα βιώματα;


Διαβιώ·
φωτογραφίζοντας τον παροξυσμό των συγκυριών που με περιβάλλουν.
Γδύνομαι μπρος στον καθρέφτη που το σώμα μου παραμορφώνει.
Αγγίζω το χέρι μου στην παραπληγική μου εξέλιξη και τραυλίζω,
λέξεις ακατανόητες που ποτέ δεν θυμάμαι.
Λέξεις που ποτέ δεν έμαθα και ποτέ κανείς δεν θα μου εκμυστηρευθεί.
Αρχίζω να λιώνω κάτω απ' το δικό μου κίβδηλο φωτοστέφανο.
Προσπαθώ να δώσω μια και να πετάξω ψηλά,
αλλά η Γη με ρουφάει μέσα της.
Παρασύρομαι·
έξω από το σώμα μου
δεν απαντώ σε καμιά αντίσταση.


Αναλώνομαι και τανύζομαι.
Περιφερειακός, ξετυλίγω τη μιζέρια μου
στα ηλιόλουστα πρωινά.
Στο ατέλειωτο παζάρι της πόλης μου,
ξεδιπλώνω τα πικρά μου σχήματα
και μιαν απερίτεχνη προσφυγή.


Περιδινούμαι,
σε μιαν αοριστία αποχρώσεων του γκρι,
του λευκού και του μαύρου.
Η μόνη έγχρωμη εικόνα μου η τηλεόραση.
Χωρίς αιδώ, χωρίς χρησιμότητα, χωρίς αίσθημα κι αναλογίες.
Έγχρωμο βρόμικο, απολιθωμένο, ψυχρό, χωρίς διαστάσεις και βάρος.
Είναι η σβούρα με την ελικοειδή σπείρα ενός μάγου
με πολύχρωμο καπέλο, που γυρίζει μόνο για να με υπνωτίσει.
Κι εγώ φοβάμαι να φωνάξω βοήθεια.
Ίσως γιατί πιστεύω ότι ακόμα έχω τη δύναμη ν' αμυνθώ.
Ίσως γιατί ζω με μια ψευδαίσθηση.
Εκείνη των κοριτσίστικων ματιών να με κοιτάζουν.


Αναδρομώ·
ως αρχαίος αποστάτης παλαιών ονείρων,
αναδρομώ στην ατέλειωτη άπλα της πραμάτειας μου.
Στην άκρατη παραπληροφόρηση του κορμιού μου,
διαπερνώ την ακίδα της γραφής μου.


Βυθίζομαι
στην αξιοπρέπεια μιας αδιαφορίας
καθώς οι λέξεις
'γίναν ο βάλτος μου
και με τραβάνε μέσα τους



μαζί σου

α΄
Από αδιάφορο μέχρι εχθρικό το περιβάλλον
γύρω μου φράζει τους δρόμους.
Σχήματα παραδεκτά και απαράδεκτα,
σ' έναν κύκλο πολύκεντρο με ζωές
να εφάπτονται στα τοιχώματα.
Προσπαθώ να ξεφύγω χρησιμοποιώντας
τις εωσφορικές μου ιδιότητες,
καθώς διεισδύω σε μια παράλληλη σειρά εωθινών
λαβυρίνθων και σχημάτων γεωμετρικών.
Πού είναι η έξοδος;
Πού είναι η άνοδος;
Πού είναι η είσοδος;
Που είναι η κάθοδος;
Πρέπει να αποσαφηνίσω ιδέες και αντιφάσεις.
Πρέπει να βρω λεκτικά σχήματα για να καταπολεμίσω τη βαρβαρότητα.
Πρέπει να σπάσω εκείνα τα τείχη που με πλακώνουν.
Πρέπει να φιλήσω τα μάτια σου για να αποκωδικοποιήσων τον έρωτά μου.


β΄
Είναι μεγάλα τα πεζοδρόμια της μοναξιάς μου.
Και πώς να τα περπατήσω μόνος;
Πώς να μπορέσω να διαβώ όλη ετούτη την απλωσιά των δρόμων;
Πώς να ξεδιπλώσω τις πτυχές των μορφών μου;
Πώς να δοξάσω το συναίσθημα που γέμισε τα σωθικά μου;
Είναι μεγάλα τα πεζοδρόμια της μοναξιάς και της προσφυγιάς μου.
Πρόσφυγας κι εγώ σαν τόσους άλλους,
προσπαθώ καθημερινά να πουλήσω την πραμάτεια μου
στ' όνομα της αγάπη μου.
Την ξεδιπλώνω καθημερινά στα σύνορα μιας λάθρας μετανάστευσης.
Την απλώνω σε κιλίμια στις αγορές και τα πεζοδρόμια
του κόσμου και της πόλης μου.
Τη συνοδεύω με καψούρικα τραγούδια
σε λαθραία κασετόφωνα και την πίνω
με παράνομα ποτά για να μεθύσω τα βράδια μου.
Την καπνίζω στα παγκάκια του πάρκου στα μουντά βραδινά για να ξεχάσω.
Κι όταν το πρωινό με βρίσκει πίσω από ένα βρόμικο παράθυρο
να χαζεύω τη μουντάδα του, τότε ανακαλύπτω τις ομορφιές
που κρύβεις πίσω από τα μάτια σου.
Είναι πολλά εκείνα που έμαθα μέχρι τώρα.
Είναι πολλά εκείνα που θα μάθω στο μέλλον.
Είναι πολλά εκείνα που εσύ θα μου μάθεις.
Είναι πολλά εκείνα που είναι κρυμμένα και θα μας αποκαλυφθούν.

γ΄

Πλάτωσαν οι πολύχρωμες επιφάνειες του προσώπου μου.
Ωσάν φύλλα φθινοπωρινά έπεσαν τα μάτια μου.
Χρόνος πολύς κύλησε στο αίμα μου.
Ωσάν αγόρια και κορίτσια λευκά οι Κυριακές μου.
Καθώς αναθάρρησα, με τ' όνειρο να στεγνώνει στο φανελάκι
γνώρισα τον γύρω χώρο μου.
Δικές κι αγαπημένες μορφές,
στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του τραπεζιού.
Σκουλήκιασε ο πόνος κι ο πόλεμος μέσα μου.
Σύρθηκε τ' όνειρο στις φλέβες και στο κόκκινο αίμα.
Σύρθηκε μαζί τους κι ο έρωτας.
Οι έγχρωμες οθόνες έκλεψαν το αλάτι των χειλιών μου
και κουλουριάστηκαν κάτω από τη γλώσσα μου
και μ' εμποδίζουν να μιλήσω.

δ΄
Πάγωσαν τα πρόσωπά μου
σε μιαν ανέμελη ριπή του ανέμου.
Έναν θάνατο αισθάνθηκα να ριγώνει τη ραχοκοκαλιά μου.
Περιθώριο και τετράγωνα με τύλιξαν.
Πάλευα να τα μετατρέψω σε κύκλους.
Κανείς δεν ήταν εκεί.
Οι φίλοι κοίταζαν από μια οθόνη τηλεόρασης
και μόνο η σάρωση ήταν που βεβαίωνε την ύπαρξή μου,
καθώς έδινα τον μεγάλο μου αγώνα να συγκρατήσω
την εωθινή μου υπόσταση και να διασώσω τις εωσφορικές μου ιδιότητες.
Κατά την πτώση μου, οι σπεκουλαδόροι
προσπάθησαν να μου μάθουν τους κανόνες του σίδερου και της σκιάς.
Τους νόμους του ατσαλιού και της φωτιάς.
Μου δίδαξαν τους νόμους του άγριου κυνηγιού
και την αναγκαιότητα του πολέμου.
Κι ακόμα, μου 'μαθαν να παραλλάζω τις λέξεις μου.
Όμως εγώ, ο αδέξιος σύντροφος μιας απερινόητης καταιγίδας,
ο απερίτεχνος άνθρωπος της πρώτης πτώσης,
μαθαίνω τον έρωτα χωρίς να προδίδω την αιματοχωμία μου.

ε΄
Απ' την αρχή που έβλεπα τ' αεροπλάνα
να τροχοδρομούν και ν' απογειώνονται,
να ξεκολλούν από τη γη,
όλο και πιότερο ρίζωνα·
γινόμουν δέντρο
που άπλωνε βαθιά τις ρίζες του στο χώμα
κι έβλεπε τα πουλιά να πετούν
να φεύγουν συνέχεια.
Κι όπως όλα τα πουλιά
ξαναγυρίζουν στις φωλιές τους
έτσι κι εσύ θα ξαναγυρίζεις στο δέντρο σου·
θα 'μαι το δέντρο σου
θα 'μαι η πόλη σου
όπου πάντα θα ξαναγυρίζεις·


μονόλογος

α΄

Παλιά τετράγωνα υψωμένα
τα πολυσύλλαβά τους.

Ιχνηλατώ
στα μονοσύλλαβα του νόστου μου.
Στο άλικο κορμί σου
αλιεύω άληστους έρωτες.

β΄

Στο τέλμα ερώτων παλαιών
ανησυχώ για το βούλιαγμα της πόλης μου·
καμιά λεξιστασία δεν έμεινε πια
για να περιοδεύσω στις μνήμες μου·
στων ερώτων μου τα χρόνια
τα παλαιά αισθήματα
υποδύονται
τις ταυτοπροσωπίες ολάκερης ζωής.


γ΄

Περιπολώ
στον τεμαχισμένο χρόνο μου·
ο νόστος
περιθάλπει τις πληγές μου·
μειδιώ
όταν όλα γύρω μου καταρρέουν.


δ΄

Και πού να ταξιδέψω
σε τούτο τον πλανήτη των νεκρών ανθρώπων;
Οι νεκροπόλεις που με περιβάλλουν
και βουλιάζω μέσα τους, 'γίναν ο τάφος μου.
Στιγμή ησυχίας δεν υπάρχει.
Ούτε στον πιο απόκρυφο ύπνο μου.
Ούτε στις πιο μύχιες σκέψεις μου κι επιθυμίες.
Ούτε βαθιά στην καρδιά μου.
Ανάπλαση, διάπλαση και εξορία.
Εξορία σ' έναν γόνιμο πλανήτη που καταστρέφουμε.
Εξορία
μέσα στο νεκρό μου σώμα.


ε΄

Υπάρχουν γράμματα κι ορθογραφίες,
δίστιχα και τετράστιχα που τα κρατώ
καλά φυλαγμένα στο αίμα μου.
Είναι γράμματα κι ορθογραφίες,
είναι σχήματα πολύπλευρα και γωνιώδη,
που σίγουρα θα τα ξεπεράσω μια μέρα.
Θα τα ξεπεράσω, όταν μπορέσω
να περάσω εκείνα τα λαθραία σύνορα
με τη λόγχη εφ' όπλου για να κατακτήσω
την ποθητή ελευθερία και τ' αντικείμενα
των πόθων μου, για να μπορέσω
να καταλάβω τα σχήματα και τις μορφές μου.
Στην απλωσιά των ονείρων μου και στα πεζοδρόμια
των καιρών μου ξεδιπλώνω τις μορφές και την προσφυγιά μου.
Ξεδιπλώνω τα σχήματά μου και διαλαλώ την πραμάτεια μου.


ΤΕΛΟΣ

ISBN 960-7514-06-8
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΗΧΩ» ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ 2002